ἐπικοινωνήσει

ἐπικοινωνήσει
ἐπικοινωνέω
communicate with
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπικοινωνέω
communicate with
fut ind mid 2nd sg
ἐπικοινωνέω
communicate with
fut ind act 3rd sg
ἐπικοινωνέω
communicate with
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπικοινωνέω
communicate with
fut ind mid 2nd sg
ἐπικοινωνέω
communicate with
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • θεοσοφία — Η γνώση των θείων πραγμάτων που αποκτάται με έμπνευση, η οποία προέρχεται από τον Θεό. Μία τέτοια γνώση όμως δεν αποτελεί το τέρμα της αναζήτησης, όπως συμβαίνει με τη θεολογία, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύει ένα πηγαίο απόκτημα, που προέρχεται από …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • στοιχειακός — ή, ό / στοιχειακός, ή, όν, ΝΜΑ [στοιχείο(ν)] αυτός που αναφέρεται στα στοιχεία, δηλαδή στις πρώτες αρχές από τις οποίες αποτελείται ένα πράγμα (α. «στοιχειακό αίτιο» β. «στοιχειακὸς ὄλεθρος», Ευστ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… …   Dictionary of Greek

  • αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Πολυλάς, Ιάκωβος — (Κέρκυρα 1826 – 1896). Έλληνας κριτικός και πολιτικός. Ιδιωτικοί λόγοι τον υποχρέωσαν, όταν ακόμα ήταν νέος, να μείνει για ένα διάστημα στην Ιταλία (1852 1854), όπου βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τη λογοτεχνική ζωή και τη φιλολογία. Μελέτησε …   Dictionary of Greek

  • Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • αυτισμός — ο ψυχική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο κλείνεται στον εαυτό του και αρνείται να επικοινωνήσει με το περιβάλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”